οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
[Seite 499] aor. II. zu γιγνώσκω.
inf. ao.2 de γιγνώσκω.
γνῶναι: απαρ. αορ. βʹ του γιγνώσκω.
γνῶναι: inf. aor. 2 к γιγνώσκω.
γνῶναι inf. aor. act. van γιγνώσκω.