gevaarlijk
From LSJ
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
Dutch > Greek
δεινός, κινδυνώδης, παράβολος, παρακινδυνευτικός, παρακινδυνεύω, σφαλερός