ἀνηκέστως
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
French (Bailly abrégé)
adv.
1 sans remède, d’une façon incurable ; ἀνηκέστως λέγειν ESCHN parler sans s’arrêter;
2 avec cruauté, avec atrocité : ἀνηκέστως διατιθέναι HDT traiter avec barbarie.
Étymologie: ἀνήκεστος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνηκέστως:
1) немилосердно, жестоко (διατιθέναι Her.; χρῆσθαι τοῖς ἐχθροῖς Plut.);
2) безмерно, без умолку (λέγειν Aeschin.).