τραχήλιος
From LSJ
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
Greek Monolingual
(I)
ο, Ν
ζωολ. γένος βλεφαριδοφόρων πρωτοζώων της τάξης τών ολοτρίχων.
(II)
ὁ, Α τράχηλος
τραχηλιαίος («κόσμος τραχήλιος», Ανέκδοτα Βεκκήρου).