τούμπα
From LSJ
Greek Monolingual
(I)
η, Ν
1. περιστροφή του σώματος στον αέρα με ή χωρίς στήριξη τών χεριών στο έδαφος, κυβίστηση
2. χωμάτινος λόφος, γήλοφος, φυσικός ή τεχνητός
3. φρ. α) «του κάνει τούμπες» — φέρεται με μεγάλη δουλοπρέπεια
β) «τον έφερε τούμπα» — τον έπεισε τελικά, τον έκανε να συμφωνήσει μαζί του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. tumba < ελλ. τύμβος.
(II)
η, Ν
μουσ. είδος χάλκινου μουσικού οργάνου με κλειδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. tuba < λατ. tuba «σάλπιγγα»].