φάσκος

From LSJ
Revision as of 12:25, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")

Ἡ δὲ Σελήνη γενομένη μὲν ἐκ τῆς ἀντανακλάσεως τοῦ ἡλιακοῦ φωτὸς → the moon having been made from the reflection of sunlight (Vettius Valens, Anthologies 1.14)

Source

Greek Monolingual

(I)
ο, ΝΜΑ, και σφάκος Α- άλλη, κοινή σήμερα, ονομασία της φασκομηλιάς, ο ελελίφασκος του Διοσκορίδη
αρχ.
είδος λειχήνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. φάσκο].
(II)
τὸ, Α
δέσμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. fascis «δέσμη, δεσμίδα»].