Θορικόνδε
From LSJ
αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → you will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is
English (LSJ)
Adv.
A to Thoricus, h.Cer.126.
French (Bailly abrégé)
adv.
à Thorikos avec mouv.
Étymologie: Θορικός, -δε.
Greek Monotonic
Θορῐκόνδε: επίρρ., στον Θορικό, σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
Θορῐκόνδε: adv. к Торику: νηῒ Θ. κατέσχεθον HH (разбойники) причалили на корабле к Торику.
Middle Liddell
Θορῐκόνδε, αδϝ.
to Thoricus, Hhymn.