Μεγιστώ
From LSJ
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
Full diacritics: Μεγιστώ | Medium diacritics: Μεγιστώ | Low diacritics: Μεγιστώ | Capitals: ΜΕΓΙΣΤΩ |
Transliteration A: Megistṓ | Transliteration B: Megistō | Transliteration C: Megisto | Beta Code: *megistw/ |
οῦς, ἡ, Greatness, personified, Emp.123.2.
Μεγιστώ, -οῡς, ἡ (Α) μέγιστος
προσωποποίηση του μεγέθους.