Μόσυχλος
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, Mosychlos, a volcano in Lemnos, Nic.Th.472: Adj. Μοσυχλαῖος, α, ον
A, Μοσυχλαίῃ φλογὶ ἶσον Eratosth. 17.2.
Greek (Liddell-Scott)
Μόσυχλος: ὁ, ἡφαίστειόν τι ἐν Λήμνῳ, Νικ. Θηρ. 472· ἐπίθ. Μοσυχλαῖος, α, ον, Buttm. ἐν Wolf’s Mus. 1. 2, σελ. 295 κἑξ.