αναρχικός
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. αυτός που συντελεί στην αναρχία ή απορρέει από την αναρχία
2. (γενικά) ο σχετικός με την αναρχία
3. (το αρσ. κ. το θηλ. ως ουσ.) ο αναρχικός, -ή
ο οπαδός του αναρχισμού βλ. λ..
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναρχία. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικό και Ελληνογαλλικό Λεξικό του Σκαρλάτου Βυζάντιου].