εκλεκτός
Greek Monolingual
και εκλεχτός, -ή, -ό (AM ἐκλεκτός, -ή, -όν)
1. (για πρόσ. και πράγμ.) διαλεχτός, εξαιρετικός
2. αυτός που εκλέχθηκε σ' ένα αξίωμα
3. εξαιρετικής ποιότητας
4. ως ουσ. οι εκλεκτοί
αυτοί τους οποίους διάλεξε ο θεός, οι αγαπημένοι του θεού («πολλοὶ κλητοὶ ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί»)
νεοελλ.
ο εκλεκτός
υποδεκανέας του ιππικού
μσν.
οἱ ἐκλεκτοί
η στρατιωτική φρουρά της Κωνσταντινουπόλεως που σε καιρό πολέμου συνόδευε τον αυτοκράτορα
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τo ἐκλεκτόν
το σιτάρι.