κυρίαρχος

From LSJ
Revision as of 11:10, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που έχει την εξουσία, το δικαίωμα της απόλυτης εξουσίας και αυτοδιάθεσης, απόλυτος κύριος (α. «κυρίαρχος λαός» β. «κυρίαρχο κράτος» — κράτος του οποίου η κυβέρνηση δεν υπόκειται στον έλεγχο ή στην κηδεμονία άλλης κυβέρνησης, ανεξάρτητο κράτος)
2. (για πολιτείες) αυτός που έχει την επικυριαρχία σε έναν λαό ή σε μια χώρα
3. το αρσ. ως ουσ. ο κυρίαρχος
εξουσιαστής, δεσπότης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύριος + -άρχος].