πληρεξούσιος
From LSJ
πρὶν τοὺς ἰχθῦς ἑλεῖν σὺ τὴν ἅλμην κυκᾷς → you're mixing the sauce before catching the fish | don't count your chickens before they are hatched | don't count your chickens before they hatch | first catch your hare | first catch your rabbit | first catch your rabbit and then make your stew | first catch your hare, then cook it | first catch your hare, then cook him
Greek Monolingual
-α, -ο, Ν
1. το αρσ. ως ουσ. ο πληρεξούσιος
αυτός που ενεργεί κατά πληρεξουσιότητα
2. το ουδ. ως ουσ.
το πληρεξούσιο
το έγγραφο με το οποίο παρέχεται πληρεξουσιότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλήρης + εξουσία (πρβλ. αυτ-εξούσιος)].