ἔμποδος

From LSJ
Revision as of 11:19, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔμποδος Medium diacritics: ἔμποδος Low diacritics: έμποδος Capitals: ΕΜΠΟΔΟΣ
Transliteration A: émpodos Transliteration B: empodos Transliteration C: empodos Beta Code: e)/mpodos

English (LSJ)

ον,

   A = ἐμπόδιος, dub. in Ascl.Tact.2.1.

Spanish (DGE)

-ον
que constituye un obstáculo οὐδὲν γὰρ ἔμποδον ἔσται τοῖς ὄπισθεν μαχομένοις Ascl.Tact.2.1.

Greek Monolingual

-ο(ς), -ο(ν) (AM ἔμποδος, -ον, Μ και ἔμποδος, -ο[ς], -ο[ν])
αυτός που εμποδίζει, εμπόδιος
μσν.- νεοελλ.
(και τα τρία γένη ως ουσ.) ο έμποδος, η έμποδο(ς), το έμποδο(ν)
εμπόδιο, δυσκολία, πρόσκομμα, κώλυμα (α. «ἔμποδον μέγαν ηὕρασιν τὰ δάση τῆς Πρινίτσας», Χρον.Mop.
β. «δίχως καμίαν ἔμποδον ἐσέβησαν στὴν πόλιν», Θησ.
γ. «την ύπαρξη σου αρνούνται, για να μη σ' έχουν έμποδο», Βαλαωρ.).