δρύινος
From LSJ
Οὐπώποτ' ἐζήλωσα πολυτελῆ νεκρόν → Numquam probarim sumptuosum mortuum → Nie preis ich einen Toten selbst im Prachtgewand
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δρύϊνος, -ον)
ο φτιαγμένος από βαλανιδιά
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο δρύινος
1. μικρό υμενόπτερο έντομο
2. ανιοβόλο φίδι της νοτιοανατολικής Ασίας
φρ. «δρύϊνον πῡρ» — φωτιά από ξύλα βαλανιδιάς.
Middle Liddell
δρύϊνος, η, ον adj δρῦς
oaken, Od., Eur.; δρ. πῦρ a wood fire of oak-wood, Theocr.; μέλι δρ. honey from the hollow of an oak, Anth.