μεσόφωνος

From LSJ
Revision as of 11:25, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[")

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, θηλ. και -ος
μουσ. το θηλ. ως ουσ. η μεσόφωνος
τραγουδίστρια της όπερας που η φωνή της κυμαίνεται ανάμεσα στον τόνο της υψιφώνου, σοπράνο, και της βαρυφώνου, κοντράλτας, αλλ. μετζοσοπράνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. υψί-φωνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].