εγγύτατος

From LSJ
Revision as of 11:25, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk

Menander, Monostichoi, 224

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐγγύτατος, -η, -ον)
(υπερθ. του εγγύς) (για τόπο) πλησιέστατος
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η εγγυτάτη
«στη μπουρίνα» ή «στα όρτσα», ιστιοδρομία με την οξύτερη δυνατή γωνία πρόσπτωσης του ανέμου στα ιστία.