πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers
και σπορτ, το, Ν1. αθλητικό παιχνίδι, άθλημα2. στον πληθ. τα σπορο αθλητισμός3. ως επίθ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αθλητισμό ή σχετίζεται με αυτόν (α. «σπορ ντύσιμο» β. «σπορ παπούτσια»).[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. sport].