σπονδυλωτός

From LSJ
Revision as of 11:35, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>τα [[" to "τα [[")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. αυτός που έχει σπονδύλους, που αποτελείται από σπονδύλους, που είναι συγκροτημένος από σπονδύλους
2. μτφ. αυτός που αποτελείται από χωριστά μέρη τα οποία όμως έχουν εσωτερική ή θεματική ενότητα («σπονδυλωτό έργο»)
3. βοτ. α) (για τύπο διάταξης τών φύλλων στον βλαστό) αυτός κατά τον οποίο από ένα γόνατο εκφύονται τρία ή περισσότερα φύλλα
β) (για τύπο διάταξης τών οφθαλμών στον ανθοφόρο βλαστό) αυτός κατά τον οποίο σε κάθε γόνατο υπάρχουν τρεις ή περισσότεροι οφθαλμοί
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σπονδυλωτά
τα σπονδυλόζωα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπόνδυλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη].