χαλαστήριο

From LSJ
Revision as of 12:20, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>τὰ [[" to "τὰ [[")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὁ γὰρ πόνος ὁ ὑπερβάλλων συνάψει θανάτῳ → excessive suffering will soon lead you to death

Source

Greek Monolingual

το / χαλαστήριον, ΝΑ
νεοελλ.
εξάρτημα, αγόμενο για το λύσιμο τών τριγωνικών ιστίων τών ιστιοφόρων, κν. καργέλι
αρχ.
(μόνο στον πληθ.) τὰ χαλαστήρια
σχοινιά με τα οποία κατέβαζαν την καταρρακτή θύρα, τον καταρράκτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χαλασ- του χαλῶ (πρβλ. χαλαστικός) + επίθημα -τήριον].