ξινός

From LSJ
Revision as of 12:20, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που έχει όξινη γεύση, τη γεύση υγρών που περιέχουν οξικό οξύ
2. (για εδώδιμα και ποτά) αυτός που έχει υποστεί αλλοίωση και έχει αρχίσει να ξινίζει
3. (για φρούτα) άγουρος, στυφός
4. το ουδ. ως ουσ. το ξινό
το κιτρικό οξύ
5. (το ουδ. ως ουσ. στον πληθ,) τα ξινά
τα εσπεριδοειδή
6. φρ. α) «μού βγήκε ξινό» — λέγεται για καταστάσεις που, ενώ στην αρχή είναι ευχάριστες, αργότερα αποβαίνουν δυσάρεστες
β) «του (ή της) αρέσουν τα ξινά» — είναι επιρρεπής στις ερωτικές απολαύσεις
7. παροιμ. «περσινά ξινά σταφύλια» — λέγεται για περασμένες και ξεχασμένες πλέον καταστάσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ὀξινος < αρχ. ὄξινος < ὄξος, με σίγηση του αρκτ. άτονου ο-].