πολιόν τε δάκρυον ἐκβάλλω → let fall the tear from my old eyes, let fall an old man's tear
-ον, ΜΑ πήγανον1. ο πηγάνινος2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πηγάνιοντο πήγανο.