γητεύω
Οὐ δεῖ σε χαίρειν τοῖς δεδυστυχηκόσι → Nicht freut man über den sich, der im Unglück ist → Kein Mensch legt Hand an den an, der im Unglück ist
Greek Monolingual
1. γοητεύω, μαγεύω
2. θεραπεύω με γητειές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως γητεύω < γογητευω (με αποβολή της πρώτης συλλαβής γο- που παρετυμολογικά εκλήφθηκε ως η προσωπική αντωνυμία [ε]γώ) < γοητεύω, με ανάπτυξη του ημιφωνικού στοιχείου -γ- (j) μεταξύ τών φωνηέντων -ο- και -η-. Κατ' άλλους, γητεύω < γοητεύω με μτγν. ταυτισμό της προφοράς του -ο- προς εκείνη της διφθόγγου -οϊ- > i. Έχει επίσης υποστηριχθεί ότι ο ενστ. γητεύω σχηματίστηκε από τα εγήτευσα, εγήτευσε, εγήτευσαν, συγκεκομμένους αοριστικούς τύπους τών εγοήτευσα, εγοήτευσε, εγοήτευσαν(< γοητεύω) με έκκρουση και αποβολή του -ο- από τον ασθενέστερο φθόγγο -η- i. Απίθανη τέλος θεωρείται η ετυμολογία σύμφωνα με την οποία γυτεύω < γυφτεύω, με ανομοιωτική αποβολή του -φ < γύφτος].