γιατρικός

From LSJ
Revision as of 15:20, 15 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ">" to ">")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οἰκτίστῳ θανάτῳ εἵμαρτο ἁλῶναι → it was fated that you would be taken by the most miserable death, it has been decreed that thou shouldst be cut off by a most piteous death

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ιατρικός, -ή, -όν) ιατρός
1. αυτός που έχει θεραπευτικές ιδιότητες
2. το ουδ. ως ουσ. γιατρικό, το (AM ιατρικόν)
φάρμακο, οτιδήποτε θεραπεύει ή ανακουφίζει από σωματικό ή ψυχικό πόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. ιατρός > ιατρικός > γιατρικός].