οισοφάγος
From LSJ
ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with
Greek Monolingual
ο (Α οισοφάγος)
σχετικά ευθύ σωληνοειδές όργανο, διά μέσου του οποίου η τροφή περνά από τον φάρυγγα στον στόμαχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για συνθ. λ. < θ. οισ- του οἴσω, μέλλ. του φέρω + -φάγος (< θ. φαγ-, πρβλ. ἔ-φαγ-ον, αόρ. β' του ἐσθίω), πρβλ, >πολυ-φάγος. Η λ. έχει πιθ. πλαστεί από κάποιο γιατρό προκειμένου να δηλώσει το όργανο που μεταφέρει ό,τι τρώει κανείς (πρβλ. και ακκαδικό šērittu «αυτός που οδηγεί προς τα κάτω»). Η άποψη, τέλος, ότι το α' συνθετικό της λ. είναι το οἶσος δεν θεωρείται πιθανή].