τσιτακισμός
From LSJ
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
Greek Monolingual
ο, Ν
γλωσσ. το φαινόμενο της τροπής του συμφώνου κ σε τσ- και του συμπλέγματος γκ σε τζ, μπροστά από τα φωνήεντα /e/ και /i/ καθώς και το ημίφωνο /j/, όπως λ.χ. και > τσαι, κίτρινο > τσίτριτο, άγγελος > άντζελος, αγκίστρι > αντζίστρι κ.ά., καθώς και του τ σε τσ όχι μόνον πριν από τα παραπάνω φωνήεντα αλλά και πριν από άλλα, όπως λ.χ. αλάτι > αλάτσι, κτηματάκι > χτηματσάκι, κρεατόμυγα > κρετσόμυγα κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τσ κατά το ητακισμός].