ἑσπερόμορφος
From LSJ
Δίωκε δόξην καὶ ἀρετήν, φεῦγε δὲ ψόγον → Virtutem sequere et laudem, fuge famam malam → Verfolge Ruhm und Tüchtigkeit, doch Tadel flieh
English (LSJ)
ον,
German (Pape)
[Seite 1043] von abendlicher, finsterer Gestalt, Tzetz.
Greek Monolingual
ἑσπερόμορφος, -ον (Μ)
ο σκοτεινός, αυτός που έχει τη μορφή εσπέρας («νυκτερίου εἴδωλον δαίμονος ἑσπερόμορφον», Τζέτζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < έσπερος + -μορφος < μορφή.