ἰδέω
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
Greek (Liddell-Scott)
ἰδέω: Ἰων. ἀντὶ ἴδω, ὑποτακτ. τοῦ ἐνεργ. ἀορ. β΄ εἶδον. ΙΙ. Ἐπικ. ἀντὶ εἰδῶ, ὑποτ. τοῦ πρκμ. οἶδα, γινώσκω, Ἰλ. Ξ. 235 (διάφ. γραφ. εἰδέω ὡς δισύλλαβ.)
French (Bailly abrégé)
ion. c. ἰδῶ, sbj. ao.2 de εἶδον;
c. εἰδῶ, sbj. pf. épq. de οἶδα, v. *εἴδω.
English (Autenrieth)
see εἴδω (II.).
Greek Monotonic
ἰδέω:I. Ιων. αντί ἴδω, υποτ. αορ. βʹ του εἶδον·
II. Επικ. αντί εἰδῶ, υποτ. παρακ. του οἶδα, γνωρίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἰδέω:
I (= ἰδῶ) ион. aor. 2 conjct. к εἶδον (см. *εἴδω).
II (= εἰδῶ) эп. pf. conjct. к οἶδα.