ἰδέω

From LSJ
Revision as of 14:10, 31 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">I</b>" to "'''<br /><b class="num">I</b>")

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366

Greek (Liddell-Scott)

ἰδέω: Ἰων. ἀντὶ ἴδω, ὑποτακτ. τοῦ ἐνεργ. ἀορ. β΄ εἶδον. ΙΙ. Ἐπικ. ἀντὶ εἰδῶ, ὑποτ. τοῦ πρκμ. οἶδα, γινώσκω, Ἰλ. Ξ. 235 (διάφ. γραφ. εἰδέω ὡς δισύλλαβ.)

French (Bailly abrégé)

ion. c. ἰδῶ, sbj. ao.2 de εἶδον;
c. εἰδῶ, sbj. pf. épq. de οἶδα, v. *εἴδω.

English (Autenrieth)

see εἴδω (II.).

Greek Monotonic

ἰδέω:I. Ιων. αντί ἴδω, υποτ. αορ. βʹ του εἶδον·
II. Επικ. αντί εἰδῶ, υποτ. παρακ. του οἶδα, γνωρίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἰδέω:
I (= ἰδῶ) ион. aor. 2 conjct. к εἶδον (см. *εἴδω).
II (= εἰδῶ) эп. pf. conjct. к οἶδα.