ἀδέλφιξις
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
ἡ,
A brotherhood, close connection, Hp. Art.57.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδέλφιξις: ἡ, ἀδελφότης, στενὴ συγγένεια ἢ κοινωνία, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 823.
Spanish (DGE)
-ιος, ἡ
• Morfología: [reinterpr. por algunos gram. como tema en -α: nom. sg. ἀδελφιξία Zonar.93.24C, ac. plu. ἀδελφιξίας Hsch.]
medic. conexión, relación recíproca, conformidad entre las partes del cuerpo, Hp.Art.57, τὰς κοινωνίας καὶ συγγενείας τῶν μορίων ἀδελφίξιας εἴωθεν ὀνομάζειν Gal.18(1).634.