ενανθρώπηση
Greek Monolingual
η (AM ἐνανθρώπησις)
1. η ενσάρκωση του Υιού του Θεού (του Ιησού) και η παρουσία και συγκατοίκησή του ανάμεσα στους ανθρώπους, με σκοπό τη σωτηρία του ανθρώπου
αποτελεί θεμελιώδη διδασκαλία και «μέγα μυστήριον» της χριστιανικής πίστεως, αλλά και ιστορικό γεγονός που ανταποκρίνεται στην πανανθρώπινη λυτρωτική προσπάθεια και στις σχετικές προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης («τοῦ Χριστοῦ τὴν θείαν ὁμολογῶν ἐνανθρώπησιν», Μηναία, Ωδ. 3)
2. ιατρ. η διαβίβαση μέσα από το ανθρώπινο σώμα δαμάλειας ύλης, πριν χρησιμοποιηθεί ως εμβόλιο σε μόσχους.