καταπίστωσις

Revision as of 12:30, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A assurance, pledge of faith, καταπιστώσεις ποιεῖσθαι, of lovers, Arist.Fr.97, cf. Plu.2.258b.

German (Pape)

[Seite 1370] ἡ, Verbürgung, Versicherung, καταπιστώσεις ποιεῖσθαι Plut. Pelop. 18.

Greek (Liddell-Scott)

καταπίστωσις: -εως, ἡ, βεβαιότης, διαβεβαίωσις, ὑπόσχεσις πίστεως, καταπιστώσεις ποιεῖσθαι, ἐπὶ ἐραστῶν, Πλουτ. Πελοπ. 18, πρβλ. Πλούτ. 2, 258Β, Ἀριστ. Ἀποσπ. 1492. 42α.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
garantie, caution.
Étymologie: καταπιστόομαι.

Greek Monolingual

καταπίστωσις, ἡ (Α) καταπιστοῦμαι
διαβεβαίωση, εγγύηση ή υπόσχεση πίστεως.

Russian (Dvoretsky)

καταπίστωσις: εως ἡ порука, ручательство: τὰς καταπιστώσεις ποιεῖσθαι Arst., Plut. ручаться, давать клятву.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταπίστωσις -εως, ἡ [καταπιστόομαι] borgstelling:. τὰς καταπιστώσεις ποιεῖσθαι τοὺς ἐρωμένους dat de geliefden hun geloften aflegden Plut. Pel. 18.5.