παραγινώσκω

Revision as of 12:50, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")

French (Bailly abrégé)

réc. c. παραγιγνώσκω.

Greek Monolingual

Α
1. αποφασίζω ενάντια στο ορθό και το δίκαιο, πλανώμαι ως προς την κρίση και την απόφαση μου
2. παρανομώ («οὐδὲν θαυμαστὸν ὑπὲρ τούτων περὶ αὐτοῦ παραγνώναι τοὺς δικαστάς»).