προγεύομαι
From LSJ
Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίον → Onus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt
Greek (Liddell-Scott)
προγεύομαι: μέσ., γεύομαι, δοκιμάζω πρότερον, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 11, 3, Πλούτ. 2. 49Ε, κτλ.
French (Bailly abrégé)
goûter auparavant.
Étymologie: πρό, γεύομαι.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
1. δοκιμάζω κάτι από πριν με τη γεύση, γεύομαι κάτι προηγουμένως
2. μτφ. αποκτώ την πρώτη εμπειρία μιας κατάστασης («προγεύεσθαι τοῦ μέλλοντος ἀγαθοῡ», Φίλ.)
νεοελλ.
γευματίζω («ο προγεμένος του νηστικού δεν πιστεύει», παροιμ. φρ.)
μσν.
παίρνω το πρωινό μου, το πρόγευμά μου
αρχ.
(το ενεργ.) προγεύω
δίνω σε κάποιον να γευθεί κάτι πριν από κάποιον άλλο ή πριν από την ώρα του γεύματος.
Russian (Dvoretsky)
προγεύομαι: Arst., Plut. = προγευματίζω.