φαρμακοποιΐα

From LSJ
Revision as of 11:19, 26 February 2019 by Spiros (talk | contribs)

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαρμᾰκοποιΐα Medium diacritics: φαρμακοποιΐα Low diacritics: φαρμακοποιία Capitals: ΦΑΡΜΑΚΟΠΟΙΙΑ
Transliteration A: pharmakopoiḯa Transliteration B: pharmakopoiia Transliteration C: farmakopoiia Beta Code: farmakopoii+/a

English (LSJ)

ἡ,

   A pharmacopoeia, pharmacy, preparation of drugs, the art of preparing medicines D.L.7.117.

Greek (Liddell-Scott)

φαρμᾰκοποιία: ἡ, ἡ τέχνη τοῦ φαρμακοποιοῦ, Διογέν. Λαέρτ. 7. 117.

Greek Monolingual

η / φαρμακοποιΐα, ΝΑ φαρμακοποιός
η τέχνη της παρασκευής φαρμάκων
νεοελλ.
συλλογή μονογραφιών για τις εγκεκριμένες φαρμακευτικές ουσίες, τους αποδεκτούς κανόνες για την ισχύ και την καθαρότητά τους και οδηγίες για την παρασκευή τους.

German (Pape)

[Seite 1256] ἡ, das Zubereiten der Arzneien u. s. w., die Kunst des φαρμακοποιός, Sp.

Russian (Dvoretsky)

φαρμᾰκοποιΐα: ἡ искусство приготовления снадобий Diog. L.