νηπιέη

From LSJ
Revision as of 12:02, 26 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " . ." to "…")

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηπῐέη Medium diacritics: νηπιέη Low diacritics: νηπιέη Capitals: ΝΗΠΙΕΗ
Transliteration A: nēpiéē Transliteration B: nēpieē Transliteration C: nipiei Beta Code: nhpie/h

English (LSJ)

ἡ, Ep. form for *νηπιίη, (νήπιος)

   A childhood, childishness, οἴνου ἀποβλύζων ἐν νηπιέῃ ἀλεγεινῇ Il.9.491: in pl., οὐδέ τί σε χρὴ νηπιάας (for Νηπιίας) ὀχέειν Od.1.297; ἐπεὶ… ποιήσῃ ἀθύρματα νηπιέῃσιν in childish fashion, Il.15.363; ἡγήσατο νηπιέῃσι led them in his folly, Od.24.469.

Greek (Liddell-Scott)

νηπιέη: ἴδε νηπιάα.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 bas âge, première enfance;
2 puérilité, enfantillage.
Étymologie: νήπιος.

English (Autenrieth)

(νήπιος), acc. pl. νηπιάᾶς: infancy, childhood, helplessness of childhood, Il. 9.491; pl., childish thoughts.

Greek Monolingual

νηπιέη και νηπιάα, ἡ (Α)
(επικ. τ.)
1. η ηλικία του νηπίου, η νηπιότητα, η παιδική ηλικία («οἴνου ἀποβλύζων ἐν νηπιέη ἀλεγεινῇ», Ομ. Ιλ.)
2. στον πληθ. παιδιαρίσματα, παιδαριώδεις τρόποι, ανοησίες («οὐδέ τί σε χρὴ νηπιάας ὀχέειν» — δεν πρέπει να φέρεσαι με παιδαριώδεις τρόπους, Ομ. Οδ.)
3. (η δοτ. ως επίρρ.) νηπιέησιν
με παιδαριώδη τρόπο («ἐπεὶ οὖν ποιήσῃ ἀθύρματα νηπιέῇσιν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νήπιος + κατάλ. -έη, κατά το ηνορέη. Ο τ. της αιτ. πληθ. νηπιάας οφείλεται σε μετρικούς λόγους].

Greek Monotonic

νηπιέη: βλ. νηπιάα.

Russian (Dvoretsky)

νηπιέη: ἡ (только dat. обоих чисел и acc. pl. νηπιάας)
1) младенчество, детство: ἐν νηπιέῃ Hom. в дни детства;
2) детская забава, ребячество: νηπιάας ὀχέειν Hom. по-детски шалить, ребячиться; νηπιέῃσιν Hom. по-детски, ребячески.