deforme
From LSJ
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
Spanish > Greek
ἀσχήμων, δυσειδής, διάμορφος, δυσμορφής, ἐκμετάβλητος, ἄμορφος, δυσπρόσωπος, αἰσχρός, δύσμορφος, δυσπρεπής, ἐκμελής, ἐξάνθρωπος, διάστροφος