παραπληκτικός
Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily
English (LSJ)
Ion. παρα-πληγικός, ή, όν,
A suffering from hemiplegia, παραπληκτικοὺς ποιέουσι τοὺς ἀνθρώπους Hp.Aër.3 ; τὰ -πληγικά Id.Epid.1.12 ; π. τρόπον ib.26.ιγ'. Adv. παραπληκτι-κῶς Id.Coac.60. 2 = sq., Antioch. Astr. in Cat.Cod.Astr.7.112.
German (Pape)
[Seite 494] ή, όν, an einer Seite, an einem Theile des Leibes vom Schlage gerührt und gelähmt, Hippocr. u. sp. Medic., auch im adv.
Greek (Liddell-Scott)
παραπληκτικός: Ἰων. -πληγικός, ή, όν, ὁ ἀνήκων εἰς παραπληγίαν ἢ ὅμοιος αὐτῆ, Ἱππ. π. Ἀέρ. 281· τὰ παραπληκτικὰ ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 948· π. τρόπον αὐτόθι 990· ὁ πάσχων ἐκ παραπληγίας, «παραπληκτικοὶ οἷς μόνα τὰ δεξιὰ ἢ τὰ ἀριστερὰ αἱ παρέσεις γίνονται, Συγγραφ. Ὅρων Ἰατρ. σ. 397, 40, ἔκδ. Bas. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἱππ. 125D, κτλ.
Greek Monolingual
-ή, -ό / παραπληκτικός, -ή, -όν, ΝΑ
βλ. παραπληγικός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παραπληκτικός -ή -όν [παράπληκτος] halfzijdig verlamd.