ἔκτηξις

Revision as of 21:05, 20 August 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">Aër</b>" to "Aër")

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A melting away: hence, attenuation, φλεβῶν Hp. Aër.10 (v.l. ἔκτασιν).    II cancelling of contract, BCH37.91 (Beroea).

German (Pape)

[Seite 781] ἡ, das Ausschmelzen, Ausfließenmachen, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκτηξις: -εως, ἡ, ἡ τῆξις, ἡ ἐξάντλησις, φλεβῶν Ἱππ. π. Ἀέρ. 287.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
dissolution, exténuation.
Étymologie: ἐκτήκω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 medic. eliminación de líquidos orgánicos δυσεντερίαι ... καὶ αἱ ἄλλαι ἐκτήξιες Hp.Prorrh.2.8, τῆς πιμελῆς Orib.4.2.4
licuación τῶν φλεβῶν Hp.Aër.10
consunción, extenuación, enflaquecimiento excesivo ἔ. ἐσχάτη Hp.Epid.7.3, cf. Erot.36.16, τοῦ σώματος Gal.9.234, σαρκῶν τε καὶ στερεῶν αὐτῶν Gal.Urin.114, τῶν στερεῶν μορίων Steph.in Hp.Progn.192.40.
2 fig. aflicción extrema παραλύειν ταῖς ἀμέτροις ἐκτήξεσιν Basil.M.31.1349A, ψυχῆς Didym.in Ps.279.17.

Greek Monolingual

ἔκτηξις, η (Α)
1. τήξη, λέπτυνση, εξάντλησηἔκτηξις φλεβῶν», Ιπποκρ.)
2. ακύρωση συμβολαίου επιγρ..