ἐκτήκω
English (LSJ)
A fut. -ξω E.Or.134:—melt out, Κύκλωπος ὄμματ' ἐ. πυρί Id.Cyc.459; τὰ γράμματ' ἐ. melt out the letters written on wax, Ar. Nu.772.
2 metaph., let melt, pine or waste away, ὄμμα δακρύοις E.Or.134, cf. 529; δάκρυσι χρόα Id.Hel.1419; τὸν θυμόν Pl.R. 411b; λῆστις δ' ἐ. μνημοσύνην πραπίδων Critias 6.12 D.; τὴν ὑπάρχουσαν ἐ. κρᾶσιν Plu.Lyc.5; ἐ. τινὰ εἰς δάκρυα Id.Brut.23; λύπῃ καὶ λιμῷ ἑαυτόν Ael.NA10.41.
II Pass., with pf. ἐκτέτηκα: aor. ἐξετάκην [ᾰ]:—melt and ooze out, Hp.Coac.629; τὸ ἐκτετηκός flabby condition, Id.Aph.2.35.
2 metaph., pine, waste away, ἐκτέτηκα καρδίαν E. Hec.433; ἐξετηκόμην γόοις Id.Or.860, etc.; τὰς ὁράσεις ὲκτετηκυῖα ὑπὸ τῶν δακρύων D.H.8.45, cf. Luc.Gall.29,31; μάλα μοι τόδ' ἐμμένοι καὶ μήποτ' ἐκτακείη may it never melt from my remembrance, A.Pr. 535 (lyr.), cf. Critias l.c.
Spanish (DGE)
I tr.
1 fundir, derretir por completo mediante calor Κύκλωπος ... ὄμμα ... πυρί E.Cyc.459, πρὸς τὸν ἥλιον τὰ γράμματ' en un texto escrito sobre cera, Ar.Nu.772, τὴν πίτταν Thphr.HP 9.3.4
•consumir la humedad por el calor, en v. pas. ἐκτηκομένης ὑπ' αὐτῶν (τῶν κεραυνῶν) τῆς ὑγρότητος Arist.Fr.218, de las fuentes del Nilo, Aristid.Or.36.99
•fig., c. idea de aflicción, dolor o austeridad consumir enteramente, deshacer τήνδε (τὴν μητέρα) ἐκτήκω γόοις E.Hec.434, μή ... σὸν δάκρυσιν ἐκτήξῃς χρόα E.Hel.1419, δακρύοις ... ὀφθαλμὸν ἐκτήκω E.Or.529, cf. Moschio Trag.9.9, D.H.8.45, τὴν ψυχὴν ὑμῶν LXX Le.26.16.4, cf. Ps.38.12, ἐξέτηξέν με ὁ ζῆλος τοῦ οἴκου σου me consumió el celo por tu casa e.d., del Señor, LXX Ps.118.139, ἀγρυπνία πλούτου ἐκτήκει σάρκας LXX Si.31.1, ὁ κύων ... λύπῃ καὶ λιμῷ ἑαυτὸν ἐκτήξας ἀπέθανεν Ael.NA 10.41, τὴν Πορκίαν ἡ τοῦ πάθους εἰκὼν ἐξέτηξεν εἰς δάκρυα Plu.Brut.23.
2 licuar τὸ δὲ σφόδρα ῥυπτικὸν (τῶν πόρων) ὥστε καὶ ἐκτήκειν πικρόν cuanto sirve para limpiar enérgicamente (los conductos), de modo que los licúa, es amargo Thphr.Sens.84
•disolver τὸν ... ἐγκέφαλον en el embalsamamiento, Plu.Pomp.42, τοὺς ἅλας Prou.Bodl.25, en v. pas. τὸ μὲν γεῶδες αὐτῆς (τῆς μαρμάρου) ἐκτηκόμενον διὰ τῶν ὑγρῶν D.S.3.14, ἐκτακέντος τοῦ ἁλός Aesop.191
•esp. medic., ref. humores, carne y partes del cuerpo, e incluso al cuerpo entero licuar, fundir mediante calor λεπτύνειν καὶ ἐ. τὸ φλέγμα Hp.Fist.7, sin calor παχύτητας βλεφάρων Dsc.2.5
•en v. pas. ser eliminado por consunción o exudación ἐν περιρρῷ ... αἷμα ἐκτηκόμενον Hp.Coac.629, τὰς σάρκας ... πῦον γενομένας ἐκτακῆναι Hp.VC 11, cf. 15, τὸ ὑγρόν Hp.Morb.1.15, cf. 25
•fig. hacer desaparecer, borrar λῆστις δ' ἐκτήκει μνημοσύνην πραπίδων Critias Eleg.4.11, τὰς κηλῖδας las manchas de la ropa, Plu.2.627b.
3 fig. ablandar en extremo, enternecer hasta el extremo, ablandar ἔκ τοί μ' ἔτηξας E.Or.1047, τὸν ἄνθρωπον ἐξέτηξαν καὶ ἀπεθήλυναν (οἱ κόλακες) Plu.Ant.53
•enervar o debilitar completamente τὸν θυμόν Pl.R.411b, en v. pas. ἐκτήκεται ... τὸ φρονοῦν ὑπὸ τῆς ἡδονῆς Plu.2.566a.
II intr., en v. med.-pas. y perf.
1 fisiol. licuarse διὰ πλῆθος τῆς τροφῆς ἐκτηκομένων (τῶν σπερμάτων) (la corrupción ocurre) al licuarse (las semillas) por la abundancia de alimento Thphr.CP 4.4.9
•consumirse, enflaquecer en perf. ἐκτετήκασι ... αἱ σάρκες αἱ κατὰ τοὺς κροτάφους Gal.7.316, en part. act., op. εὔογκος ‘voluminoso’, Gal.18(2).139, εἰ ... σάρκες ἐκτετηκυῖαι τύχοιεν ... Gal.18(2).795, ἰσχία ... ὥσπερ ἐκτετηκότα unas caderas por así decir consumidas Adam.2.9, σῶμα κατάξηρον ἐκτετηκός Pall.Febr.17, γύναιον ἐκτετηκός Pall.in Hp.95
•neutr. subst. τὸ ἐκτετηκός emaciación, consunción, enflaquecimiento excesivo Hp.Aph.2.35.
2 fig. desvanecerse, desaparecer una idea o propósito ἀλλά μοι τόδ' ἐμμένοι καὶ μήποτ' ἐκτακείη A.Pr.535
•deshacerse, consumirse de pers. ἐγὼ δ' ἐκτήκομαι Cratin.196, c. dat. ἐξετηκόμην γόοις me deshacía en sollozos E.Or.860, ἐκτέτηκα καρδίαν θρήνοισι μητρός tengo deshecho el corazón con los trenos de mi madre E.Hec.433, cf. Lyc.498, οἱ τοῖς μακραῖς νηστείαις ἐκτετηγμένοι Gr.Naz.M.35.693C, c. ac. de rel. ἐκτακεὶς δὲ τὰ μέλη Aristaenet.1.10.51, c. compl. prep. ἐπὶ τοῖς ἐχθροῖς σου ἐξετηκόμην LXX Ps.138.21, ἐκτετηκὼς ὑπὸ φροντίδων Luc.Gall.29, cf. 31, ὁ πρὸς τὸ λυσσῶδες τῆς νεότητος πάθος ἐκτετηκώς Gr.Nyss.Or.Dom.14.3.
German (Pape)
[Seite 781] (vgl. τήκω), 1) herausschmelzen; τὰ γράμματα τῆς ἐμῆς δίκης, durch ein Brennglas, Ar. Nubb. 772; ὄμματα πυρί Eur. Cycl. 459; τὶ τῷ σώματι, herausschwitzen lassen, Plut. Lyc. 5. – Pass., herausschwitzen, herausbringen; αἱμα Hippocr.; μήποτ' ἐκτακείη, möge es nie entschwinden, Aesch. Prom. 533; λῆστις ἐκτήκει μνημοσύνην πραπίδων Criti. Ath. X, 432 (V. 12). – 2) zerschmelzen, erweichen; Theophr.; übertr., δακρύοις ὀφθαλμόν, ὄμμα, χρόα, abquälen, erschöpfen, Eur. Or. 134. 529 Hel. 1419; θυμόν Plat. Rep. III, 411 b; λιμῷ καὶ λύπῃ ἑαυτόν Ael. H. A. 10, 41; τινὰ εἰς δάκρυα, bis zu Thränen erweichen, Plut. Brut. 23; das perf. in pass. od. intr. Bdtg, ἐκτέτηκα καρδίαν θρήνοισι μητρός Eur. Hec. 433; τὰς ὁράσεις ἐκτετηκυῖα ὑπὸ τῶν δακρύων, die sich die Augen ausgeweint, D. Hal. 8, 45; a. Sp.; – ἐκτακείς, abgehärmt, Luc.
French (Bailly abrégé)
f. ἐκτήξω, ao. ἐξέτακον, pf. ἐκτέτηκα, ao.2 Pass. ἐξετάκην;
I. tr. 1 faire fondre, acc.;
2 consumer : τινα εἰς δάκρυα PLUT faire fondre qqn en larmes ; ἐκτ. λύπῃ ἑαυτόν ÉL se consumer de chagrin ; fig. τόδε μήποτ' ἐκτακείη ESCHL puissent ces pensées ne jamais s'effacer de mon esprit;
II. intr. (au pf. ἐκτέτηκα) se consumer.
Étymologie: ἐκ, τήκω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκτήκω: (fut. ἐκτήξω, aor. 2 ἐξέτᾰκον, pf. ἐκτέτηκα; aor. 2 pass. ἐξετάκην)
1 расплавлять, растоплять (τὰ γράμματα, sc. κήρινα Arph.): μήποτ᾽ ἐκτακείη Aesch. да не изгладится никогда (это из памяти);
2 растворять, выводить (τὰς κηλῖδας Arst.);
3 выжигать (ὄμματα πυρί Eur.);
4 разъедать, портить (δάκρυσι χρόα Eur.);
5 выводить прочь, изгонять (τῷ σώματι πονηρῷ τὴν κρᾶσιν ὑπὸ φαρμάκων Plut.);
6 размягчать, ослаблять (ἀδαμαντίνους δεσμούς Plut.);
7 расслаблять, изнеживать (ἐ. καὶ ἀποθηλύνειν τινά Plut.);
8 (рас)трогать, умилять: ἐ. τινὰ εἰς δάκρυα Plut. доводить кого-л. до слез;
9 чахнуть, томиться: ἐκτέτηκα καρδίαν Eur. у меня сердце изныло.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτήκω: μέλλ. -ξω· ἀόρ. ἐξέτᾰκον. Τήκω ἐντελῶς, καταστρέφω, Κύκλωπος ὄμματ’ ἐκτ. πυρὶ Εὐρ. Κύκλ. 459· φέρε, τὶ δῆτ’ ἄν, εἰ... τὰ γράμματ’ ἐκτήξαιμι τῆς ἐμῆς δίκης; ἐὰν ἤθελον κάμει νὰ ἀφανισθῶσι τὰ γράμματα τῆς δίκης μου διὰ τῆς τήξεως τοῦ κυροῦ ἐφ’ οὗ εἶναι γεγραμμένα; Ἀριστοφ. Νεφ. 772. 2) μεταφ., κάμνω τι νὰ τακῇ, νὰ φθαρῇ, ὄμμα δακρύοις Εὐρ. Ὀρ. 134, πρβλ. 529· δάκρυσι χρόας ὁ αὐτ. Ἑλ. 1419· τὸν θυμὸν Πλάτ. Πολ. 411Β· λῆστις δ’ ἐκτ. μνημοσύνην πραπίδων Κριτίας παρ’ Ἀθην. 432Ε· τὴν ὑπάρχουσαν ἐκτ. κρᾶσιν Πλουτ. Λυκοῦργ. 5· ἐκτ. τινὰ εἰς δάκρυα ὁ αὐτ. Βροῦτ. 23. ΙΙ. Παθ., μετὰ πρκμ. ἐκτέτηκα, ἀόρ. ἐξετάκην ᾰ, τήκομαι καὶ ἐκρέω βραδέως, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 221· τὸ ἐκτετηκός, πλαδαρά, χαλαρὰ κατάστασις, ὁ αὐτ. Ἀφ. 1245. 2) μεταφ., τήκομαι, κατατήκομαι, φθείρομαι, φθίνω, βαθμηδὸν καταστρέφομαι, ἐκτέτηκα καρδίαν Εὐρ. Ἑκ. 443· ἐξετηκόμην γόοις ὁ αὐτ. Ὀρ. 860, κτλ.· τὰς ὁράσεις ἐκτετηκυῖα ὑπὸ τῶν δακρύων Διον. Ἁλ. 8. 45· - ἀλλά μοι τόδ’ ἐμμένοι καὶ μήποτ’ ἐκτακείη, εἴθε νά μοι μένῃ τοῦτο καὶ μηδέποτε νὰ φύγῃ ἐκ τῆς μνήμης μου, Αἰσχ. Πρ. 535, πρβλ. Κριτίαν παρ’ Ἀθην. ἔνθ’ ἀνωτ.
Greek Monolingual
ἐκτήκω (AM)
1. λειώνω εντελώς, διαλύω, καταστρέφω
2. μτφ. εξαντλώ, φθείρω
3. παθ. φθείρομαι, καταστρέφομαι σιγά σιγά
αρχ.
παθ.
1. λειώνω και χύνομαι σιγά σιγά («λεπτὸν συχνῶς αἷμα ἐκτηκόμενον», Ιππ.)
2. (το ουδ. της μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τὸ ἐκτετηκός
η χαλαρή κατάσταση, χαλαρότητα.
Greek Monotonic
ἐκτήκω: μέλ. -ξω, αόρ. βʹ ἐξέτᾰκον·
I. 1. λιώνω πλήρως, καταστρέφω μέσω τήξης, με το λιώσιμο, σε Ευρ., Αριστοφ.
2. μεταφ., κάνω κάτι να αργοσβήνει, να φθείρεται, φθίνω, φθείρομαι, λιώνω ή εξαντλούμαι, μαραζώνω, σε Ευρ.
II. Παθ., παρακ. ἐκτέτηκα, αόρ. βʹ ἐξετάκην [ᾰ], λιώνω, φθείρομαι, εξαντλούμαι, καταστρέφομαι, στον ίδ.· τόδ' μήποτ' ἐκτακείη, είθε, μακάρι να μη ξεθωριάσει, να μη σβηστεί, να μη χαθεί από τη μνήμη μου, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
fut. ξω aor2 ἐξέτᾰκον
I. to melt out, destroy, by melting, Eur., Ar.
2. metaph. to let melt away, let pine or waste away, Eur.
II. Pass., with perf. ἐκτέτηκα, aor2 ἐξετάκην [ᾰ], to melt, pine or waste away, Eur.; τόδ' μήποτ' ἐκτακείη may it never melt from my remembrance, Aesch.