συνωφρυωμένος
From LSJ
Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn
English (LSJ)
συνωφρυωμένη or ξυνωφρυωμένος, ξυνωφρυωμένη = frowning, frowned, scowling, gloomy, anxious, with knitted brows, overcast, sullen, pensive, overcast. See also: συνοφρυόομαι or συνοφρυοῦμαι.