αὔληρα
From LSJ
English (LSJ)
(i.e. ἄϝληρα, cf. ἄβληρα), τά, Dor. for εὔληρα (q.v.), Epich. 178: sg. in Hsch.
German (Pape)
[Seite 393] τά, dor., Epicharm. in VLL., = εὔληρα.
Greek (Liddell-Scott)
αὔληρα: τά, Δωρ. ἀντί εὔληρα· - «τά ἡνία, τοὺς ἱμάντας... παρὰ δὲ Ἐπιχάρμω αὔληρα εἴρηται» Ἐτυμ. Μ. 393. 5· «αὔληρον: ἱμὰς ἤ σχοινίον, ὅπερ Ἴωνες εὔληρον» Α. Β. 464. 2. (Πιθ. ἀντί ἄϝληρα· ὁ Ἡσύχιος ἀναφέρει τὸν τύπον ἄβληρα (ἀβληρά Schmidt).
Frisk Etymological English
See also: εὔληρα
Frisk Etymology German
αὔληρα: {aúlēra}
See also: s. εὔληρα.
Page 1,186