ἀσκαρίζω
From LSJ
English (LSJ)
fut. -ιῶ, Att. form of σκαρίζω (with ἀ- euph.), Hp.Nat. Puer.30, Cratin.26.
German (Pape)
[Seite 370] (α euphon.), springen, zappeln, Cratin. bei Phot. durch ἀσπαίρω erkl.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσκᾰρίζω: μέλλ. -ιῶ, ποιητ. τύπος τοῦ σκαρίζω, σκιρτῶ, πηδῶ (μετ’ εὐφων. α), ὁ δ’ ἠσκάριζε κἀπέπερδε Κρατῖνος ἐν «Δηλιάσι» 3.
Spanish (DGE)
(ἀσκᾰρίζω)
agitarse, patalear del niño en el momento de nacer, Hippon.33.2, Hp.Nat.Puer.30, Gal.17(1).812
•saltar Cratin.27, cf. Moer.32.
• Etimología: Deriv. de σκαίρω q.u. c. vocal protética.
Greek Monolingual
ἀσκαρίζω (Α)
σκαρίζω, σκιρτώ, χοροπηδώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α-(προθετικό) (πιθ. αναλογικά προς το ρ. ασπαίρω) + σκαρ-, σκαίρω «χοροπηδώ, σκιρτώ, χορεύω» + (κατάλ.) -ίζω].
Frisk Etymological English
See also: σκαίρω
Frisk Etymology German
ἀσκαρίζω: {askarízō}
See also: s. σκαίρω.
Page 1,163