λογεία

Revision as of 20:55, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (c2)

English (LSJ)

ἡ,

   A collection of taxes or voluntary contributions, PHib.1.51.2 (iii B. C), PTeb.58.55 (ii B. C.), POxy.239.8 (i A. D.); collection for charity, 1 Ep.Cor.16.1, Hsch.; for religious purposes, GDI4156 (Lindos), PSI2.262.3 (i A. D.); perquisite, PPar.5xxvii 6 (ii B. C.).

Greek Monolingual

λογεία και μτγν. λογία, ἡ (Α) λογεύω
1. συλλογή φόρων ή εκούσιων εισφορών ή εράνων για θρησκευτικούς ή φιλανθρωπικούς σκοπούς («περὶ δὲ τῆς λογίας εἰς τοὺς ἁγίους, ὥσπερ διέταξα ταῑς ἐκκλησίαις τῆς Γαλατίας οὕτω καὶ ὑμεῑς ποιήσατε», ΚΔ)
2. έκτακτα κέρδη
3. επιμίσθιο.

Chinese

原文音譯:log⋯a 羅居阿

詞類次數:名詞(2)

原文字根:放置(著)

字義溯源:收捐,捐錢,捐湊,湊;源自(λόγος)=話);而 (λόγος)出自(λέγω / εἴρω)*=陳述)

出現次數:總共(2);林前(2)

譯字彙編

1) 捐湊(1) 林前16:2;

2) 捐錢(1) 林前16:1