πανοικεί

From LSJ
Revision as of 14:10, 3 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (cc2)

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source

German (Pape)

[Seite 461] mit dem ganzen Hause, Philo. – S. πανοικί.

Greek Monolingual

και πανοικί ΝΑ
επίρρ. μαζί με όλη την οικογένεια («καὶ ἠγαλλιάσατο πανοικὶ πεπιστευκὼς τῷ θεῷ», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πανοίκιος + επιρρμ. κατάλ. -ί / -εί (πρβλ. πανδημ-εί / -ί)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πανοικεί, ook πανοικί, [πᾶς, οἶκος] adv., met de hele familie.

Chinese

原文音譯:panoik⋯ 潘-哀企
詞類次數:副詞(1)
原文字根:每一-家(的)
字義溯源:和全家,整個家庭;由(πᾶς)*=眾人,所有)與(οἶκος)*=住處)組成
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 和全家(1) 徒16:34