ускользать
From LSJ
Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch
Russian > Greek
ἐξολισθαίνω, ἐξολισθάνω, ἀπολισθαίνω, ἀπολισθάνω, ὑπεκτρέχω, ὑπαλύσκω, ὑπεκπνέω, διεκπίπτω, ἀνακομίζω, ἀγκομίζω, ὑπερπηδάω, διαδύομαι, διεκδύω, παραρρέω, διαπίπτω, διολισθαίνω, διολισθάνω, ὑπεκπροφεύγω, ὑπεκφεύγω, ὑπεκδύομαι, ἀποφεύγω, διαφεύγω, ἐκπροφεύγω, ὑποφεύγω, παρεκπροφεύγω, περιφεύγω, παρεκδύνω, λήθω, λάθω, ἀπολιταργίζω, ἀπορέπω, ἀπορρέπω, πίπτω