упорный
From LSJ
Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau
Russian > Greek
καρτερικός, ἀσκελής, περισκελής, λιπαρής, ἔντονος, κερασβόλος, καρτερόθυμος, ἀλίαστος, ἀτειρής, ἐμμενής, καρτερός, στερρός, ἀτενής, ἀντίτυπος