затруднение
From LSJ
οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand
Russian > Greek
διαπόρησις, δυστραπέλεια, δυστραπελία, δυσκολία, διαπόρημα, δυσχρήστημα, ἀπόρημα, δυσχρηστία, ἐπίπονον, δυσεργία, δυσχέρεια