δυστραπέλεια
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
English (LSJ)
v. δυστραπελία.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): δυστραπελία Iambl.VP 92, Poll.3.132, Hsch.
inmanejabilidad, intratabilidad ref. la lucha de Heracles con la hidra debido a la multiplicación de sus cabezas, D.S.4.11, cf. Poll.3.132, Hsch.
•esp. ref. lugares dificultad del terreno διὰ ... τὴν ἐν τοῖς καταγείοις δυστραπέλειαν D.S.5.15, ἡ τοπική D.S.17.82, ἡ δ. τοῦ τόπου, καθ' ὃν ᾤκισται ref. una tierra que no da fruto, Iambl.l.c.
German (Pape)
[Seite 689] ἡ, = folgdm, die mss. schwanken überall.
Russian (Dvoretsky)
δυστρᾰπέλεια: и δυστρᾰπελία ἡ
1 досл. невозможность повернуться, перен. недоступность (ἡ ἐν τοῖς καταγείοις δ. Diod.);
2 затруднение, трудность (πρὸς τὴν δυστραπελίαν ἐπινοεῖν τι φιλοτέχνημα Diod.).