затруднение
From LSJ
Δειναὶ γὰρ αἱ γυναῖκες εὑρίσκειν τέχνας → Multum struendas mulier ad fraudes valet → Intrigen zu ersinnen ist die Frau geschickt
Russian > Greek
διαπόρησις, δυστραπέλεια, δυστραπελία, δυσκολία, διαπόρημα, δυσχρήστημα, ἀπόρημα, δυσχρηστία, ἐπίπονον, δυσεργία, δυσχέρεια, ἀσχολία