затруднение
From LSJ
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
Russian > Greek
διαπόρησις, δυστραπέλεια, δυστραπελία, δυσκολία, διαπόρημα, δυσχρήστημα, ἀπόρημα, δυσχρηστία, ἐπίπονον, δυσεργία, δυσχέρεια, ἀσχολία