перемена
From LSJ
Russian > Greek
κίνημα, καινοτομία, μετατροπή, μετατροπά, καινοποιΐα, καινουργία, μετα-, μετάπτωσις, περιφορά, μετατροπία, ἀλλαγή, ἀλλαγά, τροπαία, μετάθεσις, μεταβολή, μεταλλαγή, μεταλλαγά, ἀντιμετάληψις
κίνημα, καινοτομία, μετατροπή, μετατροπά, καινοποιΐα, καινουργία, μετα-, μετάπτωσις, περιφορά, μετατροπία, ἀλλαγή, ἀλλαγά, τροπαία, μετάθεσις, μεταβολή, μεταλλαγή, μεταλλαγά, ἀντιμετάληψις